- αυτασφάλεια
- ηασφαλιστική ενέργεια στην οποία ασφαλιστής και ασφαλιζόμενος είναι το ίδιο πρόσωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυτασφάλεια — η 1. συνειδητή παραίτηση από ασφαλιστική κάλυψη 2. η ανάληψη των κινδύνων από ίδιες «ασφαλιστικές εγκαταστάσεις» των απειλούμενων από αυτούς τους κινδύνους 3. εκούσια κοινωνική ασφάλιση του υποκείμενου σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek